κοινων

κοινων
    κοινών
    -ῶνος ὅ (дор. dat. sing. κοινᾶνι) Xen., Pind. = κοινωνός См. κοινωνος II

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "κοινων" в других словарях:

  • κοινών — κοινών, ῶνος και δωρ. τ. κοινάν, ᾱνος (Α) 1. κοινωνός* 2. μέλος συνδικάτου που εισέπραττε έγγειους φόρους, δημοσιώνης*. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κοινεών] …   Dictionary of Greek

  • κοινῶν — κοινός common fem gen pl κοινός common masc/neut gen pl κοινός common masc/fem/neut gen pl κοινόω communicate pres part act masc voc sg (doric) κοινόω communicate pres part act neut nom/voc/acc sg (doric) κοινόω communicate pres part act masc nom …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κοίνων — Κοῖνος masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοίνων — κοινόω communicate imperf ind act 3rd pl (doric) κοινόω communicate imperf ind act 1st sg (doric) κοινόω communicate imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) κοινόω communicate imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοινᾶνι — κοινών partners masc dat sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοινῶνας — κοινών partners masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοινῶνες — κοινών partners masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοινώνων — κοινών partners masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολιτιστικός — ή, ό, Ν 1. (κοινων.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πνευματικό, ιδίως, πολιτισμό και στα επιμέρους στοιχεία του 2. ο πολιτισμικός 3. φρ. α) «πολιτιστική εξέλιξη» η ανάπτυξη ενός πολιτισμού από τις απλούστερες προς τις πιο πολύπλοκες μορφές με …   Dictionary of Greek

  • σχέση — η / σχέσις, εως, ΝΜΑ 1. η συνάφεια που υπάρχει μεταξύ δύο ή περισσότερων πραγμάτων, αναλογία, σύνδεση, αναφορά, αλληλεξάρτηση (α. «σχέση αιτίου και αιτιατού» β. «η ψυχική του διάθεση έχει στενή σχέση με τις καιρικές συνθήκες» γ. «τὸ γεῡν δεξιὸν… …   Dictionary of Greek

  • σύστημα — το, ΝΜΑ, και δωρ. τ. σύσταμα και μτγν. τ. σύστεμα Α [συνίσταμαι] 1. σύνολο στοιχείων, υλικών ή ιδεατών, τού οποίου τα μέλη βρίσκονται σε στενή μεταξύ τους σχέση αλληλεξάρτησης και συναπαρτίζουν ένα οργανωμένο όλον, καθώς και η ολότητα τών σχέσεων …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»